πάγουρος

πάγουρος
Δεκάποδο καρκινοειδές, της οικογένειας των παγουριδών. Το σώμα περιλαμβάνει τον κεφαλοθώρακα, πολύ σκληρό, επειδή καλύπτεται από τον ισχυρά χιτινώδη εξωσκελετό, και τη μαλακή κοιλιά, που ο π. την προστατεύει από τους επιτιθέμενους τοποθετώντας την μέσα στο κενό όστρακο ενός γαστερόποδου μαλακίου. Από το άνοιγμα του όστρακου εξέχουν συνήθως το κεφάλι και ο θώρακας με τις σχετικές αποφύσεις· τα πρώτα δύο θωρακικά πόδια έχουν το σχήμα ισχυρών λαβίδων, που λέγονται χηλές, και από τις οποίες η μία, πιο ανεπτυγμένη από την άλλη, μπορεί να κλείσει, σε περίπτωση κινδύνου, την οπή του καταφυγίου. Η σκωληκόμορφη κοιλιά είναι διπλωμένη όπως το εσωτερικό μέρος του όστρακου, με το οποίο είναι συνδεδεμένο το τελευταίο ζευγάρι των κοιλιακών αποφύσεων. Όσον αφορά την αναπνοή, ο π. είναι εφοδιασμένος με βραγχιακά ελάσματα, τα οποία βρίσκονται στη βάση των άκρων. Οι π. έχουν χωριστό φύλο και είναι ωοτόκοι· από τα αβγά, που αποθέτουν πάντοτε στη θάλασσα, εκκολάπτονται προνύμφες, των οποίων η μεταμόρφωση περιλαμβάνει μερικές αλλαγές. Ανάλογα με το είδος, τα καρκινοειδή αυτά συμβιούν με ένα ή περισσότερα ακτίνια ή με σπόγγους. Στον Ατλαντικό και στη Βόρεια θάλασσα είναι διαδεδομένος ο βερνάρδος ο ερημίτης (eupagurus bernhardus), ο οποίος ζει σε όστρακα του βούκκινου ή του τρόχου· στη Μεσόγειο είναι κοινός ο π. ο παράσιτος (pagurus arrosor), ο οποίος χρησιμοποιεί το όστρακο του στροβίλου και ο ευπάγουρος (eupagurus pridauxi), ο οποίος κρύβει την κοιλιά του στα όστρακα της πορφύρας. Το σώμα του πάγουρου περιλαμβάνει ένα πολύ ισχυρό κεφαλοθώρακα. Η κοιλιά του πάγουρου είναι πολύ μαλακή και σκωληκόμορφη.
* * *
και πάγουρας, ο (ΑΜ πάγουρος)
γένος, και γενικότερη σήμερα ονομασία, δεκάποδων καρκινοειδών, τα οποία ζουν μέσα σε άδεια όστρακα γαστερόποδων μαλακίων
αρχ.
μτφ. χαρακτηρισμός τού γηραιού Φοίνικος από τον Λυκόφρονα λόγω τής τραχύτητας τού γεροντικού του δέρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος + -ουρος (< ουρά) (πρβλ. λατ. pagurus)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πάγουρος — crab masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάγουρος — ο είδος κάβουρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παγούρω — πάγουρος crab masc nom/voc/acc dual πάγουρος crab masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγούροις — πάγουρος crab masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγούρου — πάγουρος crab masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγούρους — πάγουρος crab masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγούρων — πάγουρος crab masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγούρῳ — πάγουρος crab masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάγουροι — πάγουρος crab masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάγουρον — πάγουρος crab masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”